- πλύστρα
- blanchisseur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
πλύστρα — η, Ν 1. γυναίκα που πλένει κατ επάγγελμα ρούχα σε ξένα σπίτια ή ξένα ρούχα στο δικό της σπίτι, πλύντρια 2. πέτρινη πλάκα ή σανίδα που προσαρμόζεται στη μία άκρη τής σκάφης και πάνω στην οποία πλένονται με τρίψιμο τα ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνω… … Dictionary of Greek
πλύστρα — η 1. (για πρόσωπα), η γυναίκα που έχει ως επάγγελμα να πλένει ρούχα. 2. (για πράγματα), σανίδι της σκάφης ή πέτρα κοίλη ή πλάκα πάνω στην οποία τρίβονταν ή κοπανίζονταν τα ρούχα: Γιατί μακριά είναι απ τη χώρα οι πλύστρες (Οδύσσεια, μτφρ. Σίδερη) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλυσταρειό — το, Ν μέρος τού σπιτιού όπου γίνεται το πλύσιμο τών ρούχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πλυστρ αρειό (με ανομοιωτική αποβολή τού πρώτου ρ ) < πλύστρα + κατάλ. αρειό (πρβλ. σκουπιδ αρειό)] … Dictionary of Greek
πλύνω — ΝΜΑ, πλένω Ν καθαρίζω κάτι μέσα σε νερό ή ρίχνοντας πάνω του νερό (α. «πλένω την αυλή» β. «ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτάς», ΚΔ) νεοελλ. 1. πλένω τα χέρια, το πρόσωπό μου, νίβω 2. (σχετικά με ρούχα) κάνω μπουγάδα, κάνω πλύση αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
πλύτρισσα — η, Ν πλύντρια, πλύστρα («κόρη μην είσαι πλύτρισσα, μην είσαι κοπανίστρα», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλύτρα + κατάλ. ισσα (πρβλ. μαγείρ ισσα)] … Dictionary of Greek
φαιδρυντής — και φαιδυντής και φεδυντής, ὁ, θηλ. φαιδρύντρια, Α 1. αυτός που φαιδρύνει, που λαμπρύνει 2. το θηλ. ἡ φαιδρύντρια πλύντρια, πλύστρα 3. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ φαιδρυνταί σύλλογος ιερέων τής Ολυμπίας με βασικό καθήκον τον καθαρισμό και τη… … Dictionary of Greek
Άντερσεν, Χανς Κρίστιαν — (Hans Christian Andersen, Όντενσε 1805 – Κοπεγχάγη 1875). Δανός συγγραφέας. Γόνος φτωχής οικογένειας (o πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του πλύστρα), παιδί συνεσταλμένο και άσχημο, συνήθισε να ζει στη μοναξιά (όπως το Ασχημόπαπο,ένα από… … Dictionary of Greek
Λεφέβρ, Πιερ Φρανσουά Ζοζέφ — (Pierres François Joseph Lefebvre, Ρουφάκ 1755 – Παρίσι 1820). Γάλλος στρατάρχης, δούκας του Ντάντσιχ. Γιος μυλωνά, σε ηλικία 18 ετών κατατάχτηκε στον στρατό και πήρε μέρος στη Γαλλική επανάσταση με τον βαθμό του λοχία. Στη διάρκεια των πολέμων… … Dictionary of Greek
Μανέ, Εντουάρ — (Edouard Manet, Παρίσι 1832 – 1883). Γάλλος ζωγράφος. Ο πατέρας του ήταν ένας ευκατάστατος ανώτερος δικαστικός, ο οποίος επιθυμούσε να ακολουθήσει ο γιος του τη δική του σταδιοδρομία, παρά την καλλιτεχνική κλίση του. Το 1848 ο νεαρός Μ., για να… … Dictionary of Greek
Σαμίσο, Αντελμπερτ φον — (Chamisso). Γερμανός ποιητής γαλλικής καταγωγής (Πύργος ντε Μπονκούρ, Καμπανία 1781 Βερολίνο 1838). Κατάφυγε στη Γερμανία, μαζί με την οικογένεια του, μετά το 1789 και μεγάλωσε στην πρωσική αυλή· το 1806 εγκατάλειψε τη στρατιωτική σταδιοδρομία… … Dictionary of Greek